- φιλιππινέζικος
- -η, -ο, Ν [Φιλιππινέζος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Φιλιππίνες Νήσους και στους Φιλιππινέζους2. αυτός που προέρχεται από τις Φιλιππίνες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φιλιππινέζικος — η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις Φιλιππίνες ή τους Φιλιππινέζους, που είναι των Φιλιππίνων, που προέρχεται από αυτές: Φιλιππινέζικη τοπική ενδυμασία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)